σχοινοβατία

σχοινοβατία
ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη, Α
βλ. σχοινοβασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχοινοβασία — η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α η τέχνη τού σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία νεοελλ. 1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες οι σχοινοβατικές ασκήσεις 2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”